οξυγονούχος

οξυγονούχος
-α, -ο
(ιδίως για υγρά) αυτός που περιέχει οξυγόνο («οξυγονούχο ύδωρ»
[φαρμ.] διάλυμα υπεροξειδίου τού υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για τον καθαρισμό τραυμάτων, κοιν. οξυζενέ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυγονούχος — α, ο αυτός που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο νερό, αλλ. οξυζενέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • υπεροξυγονούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του περισσότερο οξυγόνο από αυτό που περιέχεται σε μια κανονική ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peroxygene < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + γαλλ. oxygene …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”