- οξυγονούχος
- -α, -ο(ιδίως για υγρά) αυτός που περιέχει οξυγόνο («οξυγονούχο ύδωρ»[φαρμ.] διάλυμα υπεροξειδίου τού υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για τον καθαρισμό τραυμάτων, κοιν. οξυζενέ).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.